- ηβητηρία
- ἡβητηρία, ἡ (Α) [ηβητήρ]επιγρ. η εφηβική ηλικία, η ήβη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡβητήρια — ἡβητήριον a place where young people meet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)